εννοιοκρατία

εννοιοκρατία
Φιλοσοφική θεωρία που, σχετικά με τη διαπραγμάτευση των καθολικών εννοιών, τοποθετείται μεταξύ του μεσαιωνικού ρεαλισμού και του νομιναλισμού (ονοματοκρατία). Εμφανίστηκε τον 11o και τον 12o αι. ως τάση του πρώιμου σχολαστικισμού, επιχειρώντας να συνδυάσει τις βασικές αρχές του νεοπλατωνικού ρεαλισμού με τη μεταφυσική του αριστοτελισμού, που είχε μεγάλη διάδοση στους θεολόγους της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Την εποχή εκείνη κυριαρχούσαν δύο βασικά φιλοσοφικά θέματα, το οντολογικό, το οποίο θεμελιώθηκε από τον Πλάτωνα και αφορά την αντικειμενική ύπαρξη του καθολικού «πριν και χωριστά» από τα επιμέρους αντικείμενα, και το μεθοδολογικό, που διατύπωσε ο Αριστοτέλης και αφορά το καθολικό ως βάση της απόδειξης. Η θεωρία του Αβελάρδου για τις καθολικές έννοιες, η οποία βασίστηκε κυρίως στον Αβικέννα, θεωρείται κλασικό παράδειγμα στον τρόπο λύσης των προβλημάτων αυτών. Κατά τον Αβελάρδο, οι καθολικότητες υπάρχουν στον θείο νου πριν από τη δημιουργία της φύσης, ως έννοιες του θεού και ως αρχέτυπα. Στον όψιμο σχολαστικισμό, η ερμηνεία αυτή των καθολικών εννοιών είχε πολλά κοινά σημεία με τις απόψεις του Τζον Ντανς και κυρίως του Θωμά του Ακινάτη. Η σχολαστική ε. είναι στην ουσία της ντεϊστική και κατ’ αυτήν η ομοιομορφία της φύσης και του λόγου στην οποία στηρίζονται οι αποδείξεις προϋποθέτει την ύπαρξη του καθολικού στον θείο νου.
* * *
η
φιλοσοφική αντίληψη που διατύπωσε ο Αβελάρδος και κατά την οποία οι καθολικές έννοιες (ή ιδέες) έχουν μεν μέσα στη συνείδηση που τίς συλλαμβάνει πραγματική υπόσταση ξεχωριστή από τις λέξεις που τίς εκφράζουν, την υπόσταση όμως αυτή τήν αποκτούν μέσω τής νοήσεως. Οι καθολικές έννοιες συνεπώς —σύμφωνα με αυτή την αντίληψη— δεν είναι μόνο απλές λέξεις-ονόματα [όπως δίδασκαν οι ονοματοκράτες (νομιναλιστές)] ούτε όμως είναι αυθυπόστατες και υπαρκτές πριν από τα πράγματα, αλλά ούτε και ενυπάρχουν σ' αυτά τών οποίων την ουσία αποτελούν [όπως δίδασκαν οι πραγματοκράτες (ρεαλιστές)].
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. conceptualism)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εννοιοκρατία — η (φιλοσ.), η θεωρία που δέχεται ότι οι έννοιες υπάρχουν μόνο στη συνείδηση αυτού που τις διανοείται, είναι διαφορετικές από τις λέξεις οι οποίες τις εκφράζουν, και δεν είναι απλά ονόματα (ονοματοκρατία, νομιναλισμός) ούτε πραγματικές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εννοιοκρατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εννοιοκρατία 2. το αρσ. ως ουσ. ο εννοιοκρατικός ο οπαδός τής θεωρίας τής εννοιοκρατίας …   Dictionary of Greek

  • κονσεπτουαλισμός — ο (φιλοσ.) η εννοιοκρατία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. conceptualisme < μσν. λατ. conceptualis < λατ. conceptus «σύλληψη») + isme] …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • ρητορική — Η τέχνη της ρητορείας στον προφορικό και γραπτό λόγο και, με ειδικότερη έννοια, η τέχνη της «πειθούς», την οποία εισήγαγαν οι σοφιστές. Άνθησε στην αρχαία Ελλάδα κατά τον 5o αι. π.X. με τον Θρασύμαχο τον Χαλκηδόνιο, τον οποίο απαθανάτισε ο Πλάτων …   Dictionary of Greek

  • Αβελάρδος, Πέτρος — (Pierre Abelard, Λε Παλέ 1079 – Σαλόν σιρ Σον 1142).Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Γάλλου θεολόγου και φιλοσόφου Πιερ Αμπελάρ. Μαθητής στην αρχή του Ροσλέν και του Γκιγιόμ ντε Σανπό, γίνεται αργότερα, σε ηλικία λίγο μεγαλύτερη από 30 ετών …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • εννοιοκρατικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εννοιοκρατία (βλ. λ.). 2. το αρσ. ως ουσ., εννοιοκρατικός ο οπαδός της φιλοσοφικής θεωρίας της εννοιοκρατίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”